- κατοπτρικός
- -ή, -ό (Α κατοπτρικός, -ή, -όν) [κάτοπτρον]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η κατοπτρική (ενν. επιστήμη)το μέρος τής οπτικής που πραγματεύεται τα φαινόμενα ανάκλασης τού φωτόςνεοελλ.αυτός που παρουσιάζει ιδιότητες ανάλογες με εκείνες τού κατόπτρου («α. κατοπτρικά συστήματαβ. κατοπτρικοί πυρήνες»)αρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κατοπτρικάοι ανακλώμενες εικόνες.επίρρ...κατοπτρικῶς (Α)από ή με ανάκλαση («βλέπεσθαι δὲ τοῡτο κατοπτρικῶς ὑποτιθεμένῳ τῷ δίσκῳ», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.